ανάπαλση

ανάπαλση
η (Α ἀνάπαλσις) [ἀναπάλλω]
εκσφενδόνιση, εκτίναξη, αναπήδηση
νεοελλ.
(για θάλασσες, ποταμούς κ.λπ.) ανακύμανση, τρικυμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάπαλος — (I) η, ο 1. απαλός, μαλακός 2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης β) ανίκανος, αδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + απαλός]. (II) ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) [ἀναπάλλω] 1. η ανάπαλση* 2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῡν», με δημοπρασία …   Dictionary of Greek

  • αναπάλλω — (Α ἀναπάλλω και ποιητ. ἀμπάλλω) 1. πάλλω, σείω προς τα επάνω 2. μέσ. ανακινώ, αναταράσσω 3. παθ. σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι, αναπηδώ 1. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἀναπάλλων (ενν. σεισμός) ο σεισμός που σείει τη γη προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • αναπαλμός — ο η ανάπαλση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παλμός. Η λ. μαρτυρείται στον ποιητή Ιω. Καρασούτσα (1824 1873)] …   Dictionary of Greek

  • ραδιοαστέρες — (Αστρον.). Πηγές ραδιοκυμάτων που καταλαμβάνουν σαφώς καθορισμένες ζώνες του ουράνιου χώρου και διαφέρουν από τον γαλαξιακό θόρυβο (ραδιοαστρονομία), δεδομένου ότι αυτός εμφανίζεται ομοιόμορφα κατανεμημένος. Ακόμα και σήμερα δεν είμαστε σε θέση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”